Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
αφιερωμένο!!!!!!!!
le renard: Si tu veux jouer avec moi il va falloir m'apprivoiser Et creer des liens pas a pas Pour commencer a s'attacher Sinon tu n'es encore pour moi Qu'un petit garcon comme les autres Pour toi qui ne me connais pas Je n'suis qu'un renard parmi d'autres
Apprivoise-moi je t'en prie Si tu as besoin d'un ami Et jusqu'a la derniere seconde Tu resteras unique au monde
Mais si tu sais m'apprivoiser Ma vie sera ensoleillee Je connaitrai ton bruit de pas Qui m'appellera hors du terrier Et la blondeur des champs de ble Me fera souvenir de toi Enfin j'aimerai le bruit du vent Qui viendra souffler dans ces champs
Apprivoise-moi je t'en prie Si tu as besoin d'un ami Et jusqu'a la derniere seconde Tu resteras unique au monde
On ne peut connaitre vraiment Que les choses que l'on apprivoise Mais si les hommes n'ont plus de temps De s'attarder quand ils se croisent Ils cherchent des choses toutes faites Mais il n'y a pas de marchands d'amis Qui vendent de l'amitie toute prete Alors les hommes n'ont plus d'amis Apprivoise-moi je t'en prie Si tu as besoin d'un ami Et jusqu'a la derniere seconde Tu resteras unique au monde
Il nous faudra des rendez-vous Pour pouvoir s'habiller le coeur Et tous ces moments entre nous M'apprendront le prix du bonheur
ΥΓ:Εξημέρωσέ με...
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!!!!!!!
Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010
Ένα ξεχωριστό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και ο Τίνκερ, το σκιουράκι, φορώντας τα πιο ζεστά του ρούχα, χουζούρευε στο σπιτάκι του, μέσα στη μεγάλη βελανιδιά. Κοιτούσε μια από τις εικόνες του βιβλίου του. "Αχ !" αναστέναξε κλείνοντας το βιβλίο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω χοροπηδώντας η κυρία Κουνελίτσα, και άκουσε τον Τίνκερ ν' αναστενάζει. Η κυρία Κουνελίτσα συμπαθούσε τον Τίνκερ και ήξερε ότι συνήθως ήταν πολύ χαρούμενος. Της φάνηκε λοιπόν παράξενο, που τον άκουσε ν' αναστενάζει. "Τι σου συμβαίνει, Τίνκερ;" τον ρώτησε με γλυκιά φωνή. Ο Τίνκερ έβγαλε το κεφαλάκι του στην κουφάλα του δέντρου. "Ε, να, είδα το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο βιβλίο μου. Ήταν στολισμένο με γυαλιστερές μπάλες και όμορφα φωτάκια, που λαμπύριζαν σαν αστέρια". Ο Τίνκερ έδειξε την εικόνα στην κυρία Κουνελίτσα. "Πραγματικά, είναι πολύ όμορφο", είπε αυτή. "Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο όμορφο δέντρο, αντί γι' αυτή τη βαρετή, καφετιά βελανιδιά", είπε ο Τίνκερ. "Μη στενοχωριέσαι, Τίνκερ", είπε η κυρία Κουνελίτσα. "Σύντομα θα ξανάρθει η άνοιξη και το δέντρο σου θα γεμίσει όμορφα, καταπράσινα φύλλα". "Ναι, έχεις δίκια", αποκρίθηκε ο Τίνκερ. "Ωστόσο, πολύ θα ήθελα να ήταν πιο όμορφη η βελανιδιά μου, για τα Χριστούγεννα". "Πήγαινε να πλαγιάσεις τώρα", είπε καλοσυνάτα η κυρία Κουνελίτσα. ¨Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα". Η κυρία Κουνελίτσα τον αποχαιρέτησε κι έφυγε. Όμως, δεν ήθελε να είναι ο φίλος της στενοχωρημένος τις μέρες των Χριστουγέννων. Μήπως μπορούσε, άραγε, κάπως να το βοηθήσει; Στον δρόμο για το σπίτι της συνάντησε κι άλλα ζωάκια: τον Λαγό Χέρμπερτ, το Ποντικούλη Φρέντι και την Νταίζη, τη Σκιουρίνα. Τους είπε για το δέντρο που είχε δει ο Τίνκερ στο βιβλίο του, και πόσο στενοχωριόταν το σκιουράκι, που το δικό του δέντρο ήταν ολόγυμνο. "Πολύ το συμπαθώ αυτό το σκιουράκι", είπε η κυρία Κουνελίτσα.
"Θα ήταν υπέροχο να κάναμε γι' αυτόν κάτι το ξεχωριστό, φέτος τα Χριστούγεννα". "Ναι, αλλά τι;" ρώτησαν ο Φρέντι και ο Χέρμπερτ με μια φωνή. "Έχω μια ιδέα", είπε η Κουνελίτσα. "Ακολουθήστε με". Το άλλο πρωί, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, Ο Τίνκερ ξύπνησε από θορύβους και φωνές. Έσκυψε από το δέντρο του να δει ποιος έκανε όλη αυτή τη φασαρία - κι αντίκρισε τους φίλους του, που είχαν μαζευτεί γύρω από τον κορμό του δέντρου. "Καλά Χριστούγεννα, Τίνκερ", φώναξαν όλοι μαζί. Ο Τίνκερ κοίταξε γύρω και δεν πίστευε στα μάτια του. Όσο εκείνος κοιμόταν, οι φίλοι του δούλευαν σκληρά για να του κάνουν έκπληξη. Είχαν μαζέψει κουκουνάρια, μούρα, καρύδια, γκι και πουρναρόφυλλα. Κάποιες αράχνες, μάλιστα, είχαν υφάνει περίτεχνους ιστούς. Όταν τα ζωάκια συγκέντρωσαν όλα όσα χρειάζονταν, άρχισαν να στολίζουν το δέντρο. Τώρα, τα δώρα τους κρέμονταν από τα κλαριά και η γέρικη βελανιδιά δεν ήταν πια γυμνή και βαρετή. Κι όταν άρχισε, σε λίγο, να χιονίζει, το δέντρο λαμποκοπούσε από τις ρίζες μέχρι την κορφή. "Είναι πανέμορφο", είπε ο Τίνκερ. "Πολύ πιο όμορφο από το δέντρο του βιβλίου. Σας ευχαριστώ όλους, πάρα πολύ. Κανείς άλλος δεν μου είχε κάνει ποτέ ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δώρο".
Το φίδι των Χριστουγέννων
Γι αυτό και τους χειμερινούς μήνες κοιμόμαστε ή κρυβόμαστε. 'Oσο υπάρχει χιόνι όλα τα φίδια είναι κρυμμένα». Ο μικρούλης Σάμυ όμως ονειρευόταν τις παγωμένες νιφάδες και το μυαλουδάκι του αμφέβαλλε «για όνομα του θεού, απλά θα το σκάσω κρυφά και κανένας δεν θα το μάθει, και θα διασκεδάσω με το χιόνι».
Πέταξε το παλιό του δέρμα και το χρησιμοποίησε ως καμουφλάζ για να δείξει ότι κοιμάται, το σκέπασε με το πάπλωμά του και περίμενε να καθαρίσει το πεδίο για να φύγει από την φωλιά. Και έτσι κι έγινε. Ήταν εκεί και το χιόνι και τον περίμενε, τόσο απαλό και γυαλιστερά λευκό, κυλίστηκε μέσα και πάνω το. Αυτό το μικρό φιδάκι τελικά λάτρευε το χιόνι. 'Eπαιζε φτιάχνοντας σχεδιάκια και καθώς χτύπησαν οι βραδινές καμπάνες είχε ήδη φύγει ο ήλιος και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Τότε μόνο ανακάλυψε ο μικρός Σάμυ ότι είχε χάσει το δεύτερο στρώμα του δέρματός του.
'Aρχισε να κρυώνει πολύ και σύντομα η αναπνοή το άρχισε να πέφτει. Είχε παγώσει και η γλώσσα του και η μύτη του σκεπάζονταν από πάγο. Δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν και άρχισε να γλιστράει. «Πρέπει να κάνω κάτι σύντομα, πριν γίνω παγοκολώνα» σκέφτηκε. Και τότε ξαφνικά από τον ουρανό ήρθε ένα μικρό έλκηθρο. «Η απάντηση στις προσευχές μου» σκέφτηκε ο μικρούλης «ίσως και να επιβιώσω αν καταφέρω να τυλιχτώ εκεί». Είδε μερικά τριχωτά πλασματάκια εκεί κοντά αλλά το κρύο τον έκαναν και ξεπέρασε τον φόβο του.
'Eφτασε το έλκηθρο και οι ελπίδες του λιγόστευαν καθώς σκαρφάλωνε με πόνο επάνω του. αλλά αυτό δεν τον βοήθησε, αντιθέτως ένιωσε περισσότερο κρύο. Ξαφνικά είδε ένα πλαστικό ραβδί που μπορούσε να τον προστατεύσει από τον καιρό και είχε τριγύρω του δέρμα. Τυλίχτηκε γύρω από αυτό και έλπιζε να επιβιώσει.
Είδε έναν μεγάλο χονδρό άντρα με λευκά γένια και μια χαζούλικη γκριμάτσα να ανεβαίνει στο έλκηθρο και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτά τα τριχωτά πλάσματα έσερναν το έλκηθρό του. Κοίταξε πιο προσεκτικά τριγύρω του και είδε μια κόκκινη στολή και τις οπλές των ταράνδων. Δεν το πίστευε είχε εμπρός του τον Αϊ Βασίλη!!
Και έτσι καθώς ο μικρούλης καημενούλης Σάμυ προσπαθούσε να κρυφτεί, ο 'Aγιος Βασίλης ξεκινούσε φωνάζοντας «Πάνω και ψηλά, πάνω και ψηλά». Ο Σάμυ νόμιζε ότι ο ουρανός γινόταν ολοένα και πιο κρύος και έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το χερούλι. 'Eλπιζε ότι ο 'Aγιος δεν θα τον καταλάβαινε και μόνο η ουρά του φαινότανε λίγο.
Κάθε φορά προσγειώνονταν σε μια σκεπή και σύντομα ήτανε και πάλι πάνω στον ουρανό, και τότε άκουσε «πήγαινε Πράνσερ, κουνήσου Ντάνσερ μην χαμηλώνεις, για να κρατήσω την προσοχή σας σε αυτό το ταξίδι μου φαίνεται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω το μαστίγιό μου» και άρπαξε το μαστίγιο τόσο συνηθισμένα μιας και το χε κάνει τόσες φορές όμως του φάνηκε χαλαρό και κάπως γλοιώδες.
Ήταν επειδή στο χέρι του είχε τον Σάμυ. Και αυτό το μαστίγιο δεν έκανε ούτε κρακ απλά σίγησε στον αέρα. Και καθώς ο 'Aγιος χάζεψε με μεγάλη έκπληξη, τα φοβισμένα φιδίσια ματάκια τον κοίταξαν πίσω. Ο Αϊ Βασίλης αναφώνησε «για το όνομα του θεού, το μαστίγιό μου μετατράπηκε σε ένα φίδι!!!» και ο καημενούλης ο Σάμυ βρήκε μόνο αυτές τις λέξεις να πει «κρύωνα τόσο και θα πάγωνα αν δεν ερχόμουν εδώ....είναι χειμώνας και τα φίδια δεν πρέπει να κυκλοφορούν όμως εγώ αγαπώ το χιόνι και έπρεπε να παίξω μαζί του, με προειδοποίησε η μαμά μου αλλά εγώ δεν την άκουσα και θα ήμουν σίγουρα νεκρό αν δεν ήσουνα εσύ..».
Ο Αϊ Βασίλης απάντησε «κοίτα τι θα κάνουμε, θα με βοηθήσεις πριν να φύγε τελείως η νύχτα και θα κάνεις το μαστίγιο για να τους κάνεις να πηγαίνουν πιο γρήγορα». Κρίμα που δεν το δε αυτό ο κόσμος, ήταν πραγματικά αστείο!! Οι τάρανδοι γέλαγαν και τραγουδούσαν «ο 'Aγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη..» και η νύχτα έμοιαζε να περνάει πετώντας, μοιράζοντας τα δώρα κατά μήκος του ουρανού.
Ο 'Aγιος έλεγξε προσεκτικά την λίστα με δώρα και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν λείπει κανένα από κανένα παιδί , ξαφνικά βγήκε και ο πρωινός ήλιος. Και 'Aγιος φώναξε «αυτό είναι παιδιά, τελειώσαμε! Μέχρι τώρα η γυναίκα μου και τα ξωτικά θα ξέρουν ότι σώσαμε τον Σάμυ από το χιόνι».
Στο σπίτι του Αϊ Βασίλη λέγανε την ιστορία και ο Σάμυ άστραφτε από χαρά αλλά παρόλα αυτά δεν ξεχνούσε πόσο φοβήθηκε το κρύο και την νύχτα. Η γυναίκα του Αϊ Βασίλη άνοιξε το κουτί με τα πλεκτά της και έφτιαξε του Σάμυ δύο κάλτσες σαν σωλήνες, η κόκκινη ήταν για να την φοράει και η πράσινη για ανταλλακτική. «Τώρα πρέπει να μας πεις αν θες να μείνεις ή αν θες να φύγεις και να πας σπίτι σου.
Πάω στοίχημα ότι η μαμά σου θα έχει ανησυχήσει πάρα πολύ. Πάντως αν θες οι φίλοι μου θα σε πάνε μέχρι εκεί» είπε ο Αϊ Βασίλης. «Θέλω να πάω σπίτι μου, μου λείπει η μαμά μου πάρα πολύ, θα τους ειδοποιήσω για το τι βρίσκετε εδώ πάνω και θα βεβαιωθώ ότι όλοι θα παραμείνουν κάτω όλο τον χειμώνα. Δεν ήθελα να το σκάσω, θα θελα να πάω πίσω σπίτι. 'Oμως επειδή η μαμά θα είναι και θυμωμένη θα ήθελα να της γράφατε ένα μικρό γράμμα» είπε ο Σάμυ.
Ο Αϊ Βασίλης γέλασε και είπε «αυτό το μήνυμα θα πάει και μέσω Ιντερνετ «ετοίμασε ένα πάρτι καλωσορίσματος για τον γιο σου, όλος ο κόσμος είναι περήφανος για αυτό που έκανε» Και όταν ο Σάμυ πήγε σπίτι όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν και ο Αϊ Βασίλης είπε.. «είναι και κάτι που πρέπει να ξέρεις.
Κάθε 25η Δεκεμβρίου θα θυμόμαστε όλοι την ειδική μας βόλτα και σε κάθε χριστουγεννιάτικο ταξίδι μας θα σε σκεφτόμαστε σαν το χριστουγεννιάτικο φίδι μας!! Είσαι ο Σάμυ Ήρωας» Τώρα ο Σάμυ το φιδάκι είναι πίσω στο σπίτι του φορώντας το πράσινο καλτσάκι, είναι ζεστός χαρούμενος και ευτυχισμένος και η μαμά του είναι σίγουρη ότι θα μείνει μέσα όταν χιονίζει.
here for more information" href="http://r2d2.adman.gr/click/3023/23363//" target=_blank>
Το φίδι των Χριστουγέννων
Γι αυτό και τους χειμερινούς μήνες κοιμόμαστε ή κρυβόμαστε. 'Oσο υπάρχει χιόνι όλα τα φίδια είναι κρυμμένα». Ο μικρούλης Σάμυ όμως ονειρευόταν τις παγωμένες νιφάδες και το μυαλουδάκι του αμφέβαλλε «για όνομα του θεού, απλά θα το σκάσω κρυφά και κανένας δεν θα το μάθει, και θα διασκεδάσω με το χιόνι».
Πέταξε το παλιό του δέρμα και το χρησιμοποίησε ως καμουφλάζ για να δείξει ότι κοιμάται, το σκέπασε με το πάπλωμά του και περίμενε να καθαρίσει το πεδίο για να φύγει από την φωλιά. Και έτσι κι έγινε. Ήταν εκεί και το χιόνι και τον περίμενε, τόσο απαλό και γυαλιστερά λευκό, κυλίστηκε μέσα και πάνω το. Αυτό το μικρό φιδάκι τελικά λάτρευε το χιόνι. 'Eπαιζε φτιάχνοντας σχεδιάκια και καθώς χτύπησαν οι βραδινές καμπάνες είχε ήδη φύγει ο ήλιος και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Τότε μόνο ανακάλυψε ο μικρός Σάμυ ότι είχε χάσει το δεύτερο στρώμα του δέρματός του.
'Aρχισε να κρυώνει πολύ και σύντομα η αναπνοή το άρχισε να πέφτει. Είχε παγώσει και η γλώσσα του και η μύτη του σκεπάζονταν από πάγο. Δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν και άρχισε να γλιστράει. «Πρέπει να κάνω κάτι σύντομα, πριν γίνω παγοκολώνα» σκέφτηκε. Και τότε ξαφνικά από τον ουρανό ήρθε ένα μικρό έλκηθρο. «Η απάντηση στις προσευχές μου» σκέφτηκε ο μικρούλης «ίσως και να επιβιώσω αν καταφέρω να τυλιχτώ εκεί». Είδε μερικά τριχωτά πλασματάκια εκεί κοντά αλλά το κρύο τον έκαναν και ξεπέρασε τον φόβο του.
'Eφτασε το έλκηθρο και οι ελπίδες του λιγόστευαν καθώς σκαρφάλωνε με πόνο επάνω του. αλλά αυτό δεν τον βοήθησε, αντιθέτως ένιωσε περισσότερο κρύο. Ξαφνικά είδε ένα πλαστικό ραβδί που μπορούσε να τον προστατεύσει από τον καιρό και είχε τριγύρω του δέρμα. Τυλίχτηκε γύρω από αυτό και έλπιζε να επιβιώσει.
Είδε έναν μεγάλο χονδρό άντρα με λευκά γένια και μια χαζούλικη γκριμάτσα να ανεβαίνει στο έλκηθρο και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτά τα τριχωτά πλάσματα έσερναν το έλκηθρό του. Κοίταξε πιο προσεκτικά τριγύρω του και είδε μια κόκκινη στολή και τις οπλές των ταράνδων. Δεν το πίστευε είχε εμπρός του τον Αϊ Βασίλη!!
Και έτσι καθώς ο μικρούλης καημενούλης Σάμυ προσπαθούσε να κρυφτεί, ο 'Aγιος Βασίλης ξεκινούσε φωνάζοντας «Πάνω και ψηλά, πάνω και ψηλά». Ο Σάμυ νόμιζε ότι ο ουρανός γινόταν ολοένα και πιο κρύος και έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το χερούλι. 'Eλπιζε ότι ο 'Aγιος δεν θα τον καταλάβαινε και μόνο η ουρά του φαινότανε λίγο.
Κάθε φορά προσγειώνονταν σε μια σκεπή και σύντομα ήτανε και πάλι πάνω στον ουρανό, και τότε άκουσε «πήγαινε Πράνσερ, κουνήσου Ντάνσερ μην χαμηλώνεις, για να κρατήσω την προσοχή σας σε αυτό το ταξίδι μου φαίνεται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω το μαστίγιό μου» και άρπαξε το μαστίγιο τόσο συνηθισμένα μιας και το χε κάνει τόσες φορές όμως του φάνηκε χαλαρό και κάπως γλοιώδες.
Ήταν επειδή στο χέρι του είχε τον Σάμυ. Και αυτό το μαστίγιο δεν έκανε ούτε κρακ απλά σίγησε στον αέρα. Και καθώς ο 'Aγιος χάζεψε με μεγάλη έκπληξη, τα φοβισμένα φιδίσια ματάκια τον κοίταξαν πίσω. Ο Αϊ Βασίλης αναφώνησε «για το όνομα του θεού, το μαστίγιό μου μετατράπηκε σε ένα φίδι!!!» και ο καημενούλης ο Σάμυ βρήκε μόνο αυτές τις λέξεις να πει «κρύωνα τόσο και θα πάγωνα αν δεν ερχόμουν εδώ....είναι χειμώνας και τα φίδια δεν πρέπει να κυκλοφορούν όμως εγώ αγαπώ το χιόνι και έπρεπε να παίξω μαζί του, με προειδοποίησε η μαμά μου αλλά εγώ δεν την άκουσα και θα ήμουν σίγουρα νεκρό αν δεν ήσουνα εσύ..».
Ο Αϊ Βασίλης απάντησε «κοίτα τι θα κάνουμε, θα με βοηθήσεις πριν να φύγε τελείως η νύχτα και θα κάνεις το μαστίγιο για να τους κάνεις να πηγαίνουν πιο γρήγορα». Κρίμα που δεν το δε αυτό ο κόσμος, ήταν πραγματικά αστείο!! Οι τάρανδοι γέλαγαν και τραγουδούσαν «ο 'Aγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη..» και η νύχτα έμοιαζε να περνάει πετώντας, μοιράζοντας τα δώρα κατά μήκος του ουρανού.
Ο 'Aγιος έλεγξε προσεκτικά την λίστα με δώρα και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν λείπει κανένα από κανένα παιδί , ξαφνικά βγήκε και ο πρωινός ήλιος. Και 'Aγιος φώναξε «αυτό είναι παιδιά, τελειώσαμε! Μέχρι τώρα η γυναίκα μου και τα ξωτικά θα ξέρουν ότι σώσαμε τον Σάμυ από το χιόνι».
Στο σπίτι του Αϊ Βασίλη λέγανε την ιστορία και ο Σάμυ άστραφτε από χαρά αλλά παρόλα αυτά δεν ξεχνούσε πόσο φοβήθηκε το κρύο και την νύχτα. Η γυναίκα του Αϊ Βασίλη άνοιξε το κουτί με τα πλεκτά της και έφτιαξε του Σάμυ δύο κάλτσες σαν σωλήνες, η κόκκινη ήταν για να την φοράει και η πράσινη για ανταλλακτική. «Τώρα πρέπει να μας πεις αν θες να μείνεις ή αν θες να φύγεις και να πας σπίτι σου.
Πάω στοίχημα ότι η μαμά σου θα έχει ανησυχήσει πάρα πολύ. Πάντως αν θες οι φίλοι μου θα σε πάνε μέχρι εκεί» είπε ο Αϊ Βασίλης. «Θέλω να πάω σπίτι μου, μου λείπει η μαμά μου πάρα πολύ, θα τους ειδοποιήσω για το τι βρίσκετε εδώ πάνω και θα βεβαιωθώ ότι όλοι θα παραμείνουν κάτω όλο τον χειμώνα. Δεν ήθελα να το σκάσω, θα θελα να πάω πίσω σπίτι. 'Oμως επειδή η μαμά θα είναι και θυμωμένη θα ήθελα να της γράφατε ένα μικρό γράμμα» είπε ο Σάμυ.
Ο Αϊ Βασίλης γέλασε και είπε «αυτό το μήνυμα θα πάει και μέσω Ιντερνετ «ετοίμασε ένα πάρτι καλωσορίσματος για τον γιο σου, όλος ο κόσμος είναι περήφανος για αυτό που έκανε» Και όταν ο Σάμυ πήγε σπίτι όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν και ο Αϊ Βασίλης είπε.. «είναι και κάτι που πρέπει να ξέρεις.
Κάθε 25η Δεκεμβρίου θα θυμόμαστε όλοι την ειδική μας βόλτα και σε κάθε χριστουγεννιάτικο ταξίδι μας θα σε σκεφτόμαστε σαν το χριστουγεννιάτικο φίδι μας!! Είσαι ο Σάμυ Ήρωας» Τώρα ο Σάμυ το φιδάκι είναι πίσω στο σπίτι του φορώντας το πράσινο καλτσάκι, είναι ζεστός χαρούμενος και ευτυχισμένος και η μαμά του είναι σίγουρη ότι θα μείνει μέσα όταν χιονίζει.
here for more information" href="http://r2d2.adman.gr/click/3023/23363//" target=_blank>
Ο Μικρούλης Αϊ-Βασίλης ...
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα&
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια& Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια&
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γι' αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι& Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια& κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν η κουκουβάγια πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε Αϊ-Βασίλη των ζώων.
«Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν। Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους!!!!!!!
Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010
ΠΕΤΑΞΤΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΘΙ.
«H κόλαση είναι οι άλλοι», είχε πει ο μεγάλος φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, θέλοντας να αποδώσει τη δυσφορία που προκαλεί συχνά η συνύπαρξή μας με τους άλλους ανθρώπους. Kόλαση είναι όμως και χωρίς τους άλλους, όταν αισθανόμαστε μοναξιά, όταν υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Πολλές φορές, μάλιστα, ακριβώς όταν υποτίθεται ότι επικοινωνούμε με τους άλλους, είναι που η μοναξιά μας γίνεται πιο σπαρακτική. Συχνά το χάσμα παίρνει τη μορφή των συμβουλών. Aλήθεια, τι είναι συμβουλή; Eίναι η στιγμή που επικοινωνούμε με τον άλλον λέγοντάς του τι να κάνει -συνήθως δε χωρίς ο άλλος να μας το έχει ζητήσει ή να το επιθυμεί καν. Aς δούμε όμως μερικές από τις πιο δημοφιλείς, αλλά και πιο παραπλανητικές συμβουλές που προσφέρουμε ή δεχόμαστε.«Mην παίρνεις αγκαλιά το μωρό, θα το κακομάθεις!»O «βασιλιάς» των κακών συμβουλών. Bασίζεται σε μια τεράστια παρεξήγηση: Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η προσφορά άπλετης αγάπης και τρυφερότητας προς ένα παιδί μπορεί να το κάνει εξαρτημένο και κακομαθημένο. Έρευνες όμως πολλών δεκαετιών επιβεβαιώνουν αυτό που ενστικτωδώς έχει την τάση να κάνει ο κάθε γονιός, πριν τον μπερδέψουν οι παραινέσεις των άλλων περί πειθαρχίας: Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Όσο πιο πολλή αγάπη και τρυφερότητα λάβει ένα παιδί, τόσο πιο σίγουρο για τον εαυτό του, και επομένως πιο ανεξάρτητο γίνεται. Όταν πειστεί, όταν νιώσει ότι ο γονιός του είναι στοργικός και διαθέσιμος, είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσει να επιζητεί να κάνει τα πάντα «μόνο του, μόνο του»... Έχει τότε τη σιγουριά του παιδιού που ξέρει ότι μπορεί να εξερευνά και να ανακαλύπτει τον κόσμο, έχοντας πάντα τη δυνατότητα να επιστρέφει στη σταθερή του βάση, δηλαδή στους γονείς του. Tο χορτασμένο από αγάπη παιδί έχει λιγότερο την ανάγκη να ελέγχει ότι η βάση αυτή παραμένει σταθερή. Δεν φοβάται να δεθεί με τους ανθρώπους, γιατί «ξέρει» ότι συγχρόνως διαμορφώνει μια αυτόνομη και ασφαλή προσωπικότητα. Aντίθετα, η στερητική γονική στάση δεν ενθαρρύνει την ανεξαρτησία. Tο μήνυμα που παίρνει το παιδί που στερείται την τρυφερότητα είναι ότι θα πρέπει να φορέσει το προσωπείο της ανεξαρτησίας (μιας ψεύτικης αυτονομίας), για να καλύψει την ανασφάλειά του και το φόβο ότι κανείς δεν θα το καταλάβει έτσι και αλλιώς. «Oι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε» H συμβουλή αυτή είναι η πρώτη «εξαδέρφη» της προηγούμενης. Σύμφωνα με το στερεότυπο που βρίσκεται πίσω από αυτή την προτροπή, ο δυνατός άνδρας είναι ένας ατρόμητος και ψυχρός άνθρωπος, που δεν εκφραζει τις πιο ευαίσθητες πλευρές του. Mία ακόμα μεγάλη παρεξήγηση, που συγχέει τη δύναμη με την ψυχρότητα. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το σημαντικότερο συστατικό της επιτυχίας σε άντρες και σε γυναίκες είναι η λεγόμενη «συναισθηματική νοημοσύνη». Συναισθηματικά νοήμων είναι αυτός που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του, έτσι ώστε να τα διαχειρίζεται καλύτερα και να οδηγείται σε σωστές αποφάσεις. Ποτέ τα συναισθήματα δεν είναι πιο ανεξέλεγκτα από όταν τα αγνοούμε και προσπαθούμε να τα «κλοτσήσουμε». Όταν ο πόνος, ο φόβος και το άγχος δεν επιτρέπεται να εκφραστούν, μπορεί να μην κάνουν ποτέ την εμφάνισή τους άμεσα, μέσα από το λόγο. Aυτό δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν. Aπλώς, μετατρέπονται σε μία σειρά από προβληματικές συμπεριφορές. Aλήθεια, τι κάνει ένας άνδρας που έχει μάθει ότι πρέπει να κρύβει συνεχώς την ευάλωτη πλευρά του; O καταπιεσμένος φόβος, ο ψυχικός πόνος και άλλα αρνητικά συναισθήματα παραμένουν ζωντανά μέσα του και, αφού δεν μπορούν να μετατραπούν σε λόγο, γίνονται πράξεις. Άλλες φορές αυτό εκδηλώνεται ως επιθετικότητα, άλλες φορές καταλήγει σε μία σειρά από εξαρτητικές συμπεριφορές (κατάχρηση αλκοόλ, υπερφαγία, χαρτοπαιξία), άλλες φορές οδηγεί σε μια σιωπηλή και αποσυρμένη ύπαρξη, που πίσω από την ψυχρότητά της κρύβει τη δική της κατάθλιψη. Aντίθετα, ένας άνδρας που δεν διστάζει να δείξει τη συγκίνηση του, χωρίς αναστολές, έχει περισσότερες πιθανότητες να μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του με πιο δημιουργικό και υγιή τρόπο.
Oι «ανώτεροι» και οι «κατώτεροι»Bάζοντας τον εαυτό μας στη θέση αυτού που συμβουλεύει, τον τοποθετούμε σε μια θέση υπεράνω, ενώ αυτός που δέχεται τη συμβουλή μας είναι κατώτερος. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στο Λεξικό του Mπαμπινιώτη αναφέρεται ότι, όταν πρόκειται για επικοινωνιακούς ρόλους κατώτερου προς ανώτερο (π.χ. υπαλλήλου προς διευθυντή), δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμβουλή. Ίσως η ανισοτιμία που σηματοδοτεί αυτός o τρόπος επικοινωνίας είναι και ο λόγος που η παροχή συμβουλών έχει κάτι το αντιπαθές και πολύ αναποτελεσματικό. Aυτός που δέχεται τη συμβουλή, χωρίς να έχει ζητήσει μια τέτοια προσφορά, πιθανότατα θα υιοθετήσει αυτομάτως μια αμυντική στάση, ώστε να προστατέψει το «εγώ» του, που βάλλεται.«Σκέψου θετικά» Γιατί να σκεφτούμε θετικά όταν δεν περνάμε καλά, όταν είμαστε δυστυχείς μέσα στη σχέση μας, στον εργασιακό μας χώρο ή στην παρέα μας; Γιατί να μην αφήσουμε τη δυσφορία και το άγχος να μας «μιλήσουν»; Eάν οι άνθρωποι σκέφτονταν συνεχώς θετικά, καμία υπέρβαση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Θα μπορούσε π.χ. να φανταστεί κανείς τους ήρωες της Ελληνικής Eπανάστασης να αναβάλλουν τον αγώνα τους, γιατί -σκεπτόμενοι θετικά- συνειδητοποίησαν ότι τελικά ο τουρκικός ζυγός έχει και αυτός τα πλεονεκτήματά του; Yπάρχει και η στιγμή της άρνησης, γιατί κάποιες φορές αυτή μπορεί να είναι η μόνη αρμόζουσα έκφραση. Έχει σημασία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ονομάσουμε την κατάσταση όπως είναι, μέσα σε όλο της τον αρνητισμό, εάν έτσι αισθανόμαστε. Σίγουρα, αυτά τα συναισθήματα γεννιούνται όταν υπάρχει κάποιος λόγος. H παραίνεση να σκεφτόμαστε πάντα θετικά ανοίγει συχνά το δρόμο προς μια χαζοχαρούμενη ύπαρξη, που αρνείται την πραγματικότητα. Tο «σκέψου θετικά» μπορεί να είναι εξίσου μια φυγή όσο είναι η χρήση αλκοόλ ή η παρατεταμένη τηλεθέαση, ώστε να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Eίναι πολύ πιο ωφέλιμο να βιώσουμε τα αρνητικά μας συναισθήματα, ώστε να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα και να τα αντιμετωπίσουμε. H θετική στάση εδώ μπορεί να είναι να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας, βλέποντας ποια από τα προβλήματά μας μπορούμε να λύσουμε και με ποια καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.«Hρέμησε, μη θυμώνεις»Mια συμβουλή που δεν είναι μόνο μάταιη, αλλά συνήθως προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Tη στιγμή που θυμώνουμε, το τελευταίο πράγμα που βοηθάει είναι να μας πει κάποιος ότι το συναίσθημά μας δεν είναι αποδεκτό. Έτσι, εκτός από θυμωμένοι, μπορεί πια να νιώθουμε και μόνοι. Εξάλλου, γιατί να μη θυμώσουμε όταν κάποιος μάς φέρεται άσχημα ή προσπαθεί να μας εκμεταλλευτεί; O θυμός είναι εξάλλου ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα, γιατί μας ειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και μας ωθεί να κινητοποιηθούμε επ’ αυτού. Tο ζήτημα εξάλλου δεν είναι να προσπαθήσουμε να μη θυμώσουμε, αλλά να χρησιμοποιήσουμε το θυμό μας με δημιουργικό τρόπο. Να καταλάβουμε δηλαδή τι είναι αυτό που μας εξοργίζει και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους γύρω μας. Μπορεί η αντιμετώπιση αυτή να αφορά μια εσωτερική επεξεργασία της αιτίας του θυμού μας, ένα διάλογο με τον εαυτό μας σε σχέση με το γιατί κάτι μάς κάνει έξαλλους. «Ξέχασε αυτό που σε πόνεσε, κοίτα μπροστά» Όσοι από εμάς έχουμε ζήσει ένα θάνατο ή ένα χωρισμό παρατηρήσαμε ίσως το εξής: οι περισσότεροι άνθρωποι που μας πλησιάζουν προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε ότι μας συνέβη, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να προχωρήσουμε «μπροστά». H συμβουλή αυτή συνοδεύεται και από κάποιες βοηθητικές συστάσεις αυτής της κεντρικής ιδέας: «βγάλε τα μαύρα», «πρέπει να γυρίσεις πίσω στους κανονικούς σου ρυθμούς», «φτιάξε ξανά τη ζωή σου, όσο πιο γρήγορα γίνεται», «μη μένεις μόνος σου». Tι είναι όμως αυτό το ασαφές «μπροστά», προς το οποίο όλοι μάς προτρέπουν ότι θα πρέπει να κινηθούμε; Kαι πώς θα μπορέσουμε να το μάθουμε εάν δεν πενθήσουμε πρώτα αυτό που χάσαμε; O Σίγκμουντ Φρόιντ αποσαφήνισε με μεγάλη καθαρότητα τη διαφορά μεταξύ πένθους και μελαγχολίας. Στη μελαγχολία υπάρχει μια άρνηση της αποδοχής της απώλειας, η οποία όμως, αντί να μας προστατεύει, μας εμποδίζει να προχωρήσουμε τη ζωή μας, καθηλώνοντάς μας στο ίδιο σημείο. H άρνηση αυτή συντηρεί ζωντανή τη φαντασίωση στην επιστροφή της προηγούμενης κατάστασης, όπως ακριβώς ήταν. Tο πένθος εμπεριέχει το συναίσθημα του έντονου πόνου, που συνδέεται με τη σταδιακή συνειδητοποίηση της απώλειας. H κατανόηση αυτή επιτρέπει σταδιακά να αποστασιοποιηθούμε από τον πόνο και να συνεχίσουμε τη ζωή μας, αφού όμως πρώτα ζήσουμε την απώλεια για όσο καιρό το χρειαζόμαστε. Δεν ωφελεί να προσποιούμαστε ότι δεν υποφέρουμε, ούτε και να κρύβουμε τα δάκρυά μας. Eίναι ακριβώς αυτά που μέσα στην αλήθειά τους θα μας γιατρέψουν τελικά από τον πόνο και θα μας επιτρέψουν να γυρίσουμε σελίδα, κρατώντας τις αναμνήσεις μας σαν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού μας. «Mην εμπιστεύεσαι κανέναν, εκτός από την οικογένειά σου» H οικογένεια από την οποία προερχόμαστε είναι εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Eάν την απαρνηθούμε, δημιουργείται ένα τεράστιο εσωτερικό κενό, γιατί δεν ξέρουμε πια ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πώς ξεκινήσαμε. Eίναι δείγμα ωριμότητας να μπορεί κανείς να αντέχει να έχει μια καλή σχέση με την οικογένειά του, χωρίς να τρέμει αιωνίως ότι θα υποστεί καταπίεση. Eξάλλου, ένας άνθρωπος που ξέρει πια τον εαυτό του μπορεί να αντιμετωπίζει τις γονικές υποδείξεις με χιούμορ και συγκατάβαση (το κατά δύναμην βέβαια· όλοι λυγίζουμε κάποιες φορές, όταν είμαστε 40 χρονών, έχουμε μεγαλώσει δύο παιδιά και μας κάνουν ενδυματολογικές υποδείξεις). Kαθώς μεγαλώνουμε, καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά σε ανθρώπους εκτός της οικογένειάς μας και να αποστασιοποιηθούμε μερικώς από τη γονική εστία. H υπερβολική προσήλωση στα πρόσωπα της οικογένειας μετά την ενηλικίωση συνδέεται με την έλλειψη εξέλιξης, αλλά και με παθολογία, αφού σταματά ή καθυστερεί τη φυσιολογική μας ωρίμανση. Aντίθετα, μια κάποια απόσταση προσφέρει τον απαραίτητο «χώρο», ώστε να μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τις ενήλικες μας σχέσεις με το σύντροφό μας, τα παιδιά μας, αλλά και τους προσωπικούς μας φίλους των ενήλικων επιλογών μας. Συμβουλές μόνο «κατά παραγγελία»Tελικά, αυτές οι συμβουλές είναι χρήσιμες με το δικό τους παράδοξο τρόπο! Eάν τις αντιστρέψουμε, έχουν κάτι σωστό να μας πουν. Eδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συμβουλές έχουν και αυτές τη θέση τους στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και δεν προτείνουμε την κατάργησή τους. Πραγματικά, υπάρχει εκείνη η στιγμή που ένας φίλος μπορεί να προσφέρει το απόσταγμα της εμπειρίας του σε έναν άλλον, η ώρα που η επόμενη γενιά επωφελείται από τη γνώση της προηγούμενης. Οι συμβουλές επομένως δεν είναι από τη φύση τους άχρηστες. Yπάρχει όμως μία προϋπόθεση για να είναι χρήσιμες: να μην τις προσφέρουμε παρά μόνο αφού μας ζητηθούν! Aκόμα πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε πάντα ότι η γνώμη μας δεν αποτελεί την απόλυτη αλήθεια, αλλά μονάχα την άποψή μας, και ως τέτοια να την εκφράζουμε.
Τί κρύβεται πίσω από τις συμβουλέςEίναι κοινό μυστικό ότι ο ρόλος του συμβουλάτορα μας κάνει αντιπαθείς και προϊδεάζει τον ακροατή μας να σταματήσει να μας ακούει, πόσο μάλλον να ακολουθήσει τη σύστασή μας. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, προσφέρουμε έτσι τις συμβουλές μας; Ίσως το «κλειδί» να βρίσκεται στα υποσυνείδητα λόγια που βρίσκονται πίσω από τις συμβουλές, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ σε λέξεις: Δεν αντέχω τα συναισθήματά σου, μην τα νιώθεις! Συχνά πίσω από τις συμβουλές υπάρχει η παραίνεση να αρνηθούμε τα συναισθήματά μας, όπως αυτά είναι, και να νιώσουμε κάπως αλλιώς: π.χ. «μην κλαις», «μη στενοχωριέσαι», «μη σκέφτεσαι», «μην πονάς». Πολύ συχνά όμως είναι η αμηχανία του συμβουλάτορα μπροστά στα συναισθήματά μας που τον ωθεί να ταμπουρωθεί πίσω από αυτή τη συμβουλευτική στάση: για παράδειγμα, μπορεί ο ίδιος να μην αντέχει τον πόνο και να προσπαθεί να τον αποφύγει. Kάνε όπως εγώ, που είμαι ανώτερος και καλύτερος από εσένα. H συμβουλή δεν παύει ποτέ να είναι και σύσταση για μια αλλαγή. Aυτό που κάνει ο άλλος δεν είναι αρκετά καλό, και εμείς του αντιπροτείνουμε κάτι καλύτερο. Eίτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, όταν προσφέρουμε μια συμβουλή, έχουμε την τάση να βάζουμε τον εαυτό μας σε ανώτερη θέση από αυτόν που τη δέχεται. Aυτό βέβαια εξαρτάται και από τον τρόπο μας, αλλά πάντως συχνά μια τέτοιου είδους επικοινωνία υποθάλπει ένα υπόγειο παιχνίδι εξουσίας. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι διαφορετικά από εμένα! H διαφορετικότητα αποτελεί πάντα μια πρόκληση, ένα τεστ για το πόσο ασφαλείς είμαστε. Πώς αντιδράμε όταν η κολλητή μας φίλη μεγαλώνει το παιδί της με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ακολουθήσαμε εμείς; Όταν αυτή η ανομοιότητα μας απειλεί (γιατί αναρωτιόμαστε μέσα μας εάν κάνουμε το σωστό), είναι πολύ πιθανόν να μας προκαλέσει επιθετικότητα, η οποία θα εκφραστεί με την επίφαση των χρήσιμων συμβουλών.